κολύμφατος

κολύμφατος
κολύμφατος· φλοιός, λεπίδιον, Hsch. [full] κολυμφάω,
A v. κολυμβάω. [full] κολυρίζοντες· ἐκκενοῦντες, Id. [full] κολυτέα, , bladdersenna, Colutea arborescens, Thphr.HP3.14.4. [full] κόλυτρον, τό, v. κόλυθρον. [full] κολύφανον· φλοιός, λεπύριον, Hsch. (cf. κελύφανον). [full] κολυφρόν· ἐλαφρόν, Id. [full] κόλφος, = κόλπος, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κολύμφατος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «φλοιός, λεπίδιον». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο παρλλ. τ. κολύμβατος από επίδραση τών βάτος και κολυμβάς με σημ. «θάμνος, στοιβή»] …   Dictionary of Greek

  • κολύμβατος — κολύμβατος, ἡ (Μ) είδος φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κολύμφατος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”